Γνωμη

OUT OF SPACE AND TIME: ARCHITECTURE IN THE AGE OF SOCIAL MEDIA

Βρισκόμαστε, μετά την επέλαση του internet, περιτριγυρισμένοι από αναρίθμητες εικόνες. Η ενημέρωση για το τι συμβαίνει είναι καλύτερη από ποτέ, σε ζωντανό χρόνο, ειδησεογραφικά, θα έλεγε κανείς. Όπως ελαχιστοποιήθηκαν τα κείμενα στις ειδήσεις που παρέχει ένας browser και στα sms κινητών συσκευών, ελαχιστοποιήθηκε και η κατανόηση του τι συμβαίνει. Στην πορεία των κειμένων, τα τελευταία χρόνια, έγινε μια μετάβαση από τα εκτενή άρθρα στις «κειμενολεζάντες» (τον εκτενή σχολιασμό εικόνων που άρχισαν να συνοδεύουν πολύ μικρότερα κείμενα) και τώρα στα tags. Κάτω δηλαδή από τις εικόνες του instagram, hashtags αναλαμβάνουν να εντάξουν τις εικόνες σε θέματα. Όσο πιο δημοφιλή, τόσο βελτιώνεται η αναμετάδοσή τους διεθνώς. Εφαρμογές, μάλιστα, προτείνουν αυτόματα hashtags με βάση το πόσο δημοφιλή αυτά είναι ήδη παγκοσμίως –με αλγόριθμους μας προτείνουν τις «λεζάντες». Με την επιλογή αυτή του δημοφιλούς hashtag γίνεται αθόρυβα και μια απλοποίηση: η κάθε εικόνα αποκτά όχι απλά μία, αλλά πολλές γενικές «ταμπέλες». 

Φαινομενικά, οι πολλαπλές ταμπέλες θα μπορούσαν να έχουν έναν κοινό τόπο και -παρ’ ότι γενικές- να προκύπτει εν τέλει μια κοινή συνισταμένη που θα έκανε πιο συγκεκριμένη την εικόνα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι πολλαπλές ταμπέλες, όντας γενικές, απωθούν η μία μετά την άλλη, οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Χωρίς κοινό μεταξύ τους τόπο, η παράθεση από γενικές κατηγορίες αναβάλλει το συγκεκριμένο, τον τόπο, πόσο μάλλον και τον χρόνο. Τα δυσανάγνωστα (ιερογλυφικά) tags, που στα γκράφιτι μαρκάρουν τη βάση των κτηρίων ως υπογραφές φυσικών προσώπων, γίνονται εδώ ευανάγνωστες λεζάντες για την αρχιτεκτονική που αφήνουν αντίστοιχα «θολά» τον δημιουργό και τον χρόνο. Η νέα, καλλωπισμένη αρχιτεκτονική του instagram μπορεί να μην καλύπτεται από τις επιγραφές των γκράφιτι αλλά, με τα hashtags, παραμένει εξ ίσου «συγκαλυμμένη» ως προς την ακριβή της ταυτότητα. Επικεντρωνόμαστε έτσι στις «επικεφαλίδες» των εφημερίδων, σπάνια έχοντας κείμενα που θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε αναλυτικότερα τις εξελίξεις. 

Η κάθε εικόνα εκτός τόπου και χρόνου αυτονομείται πλήρως, είναι τμήμα της συλλογής μας σε ένα κινητό. Θα έλεγε κανείς ότι μπορεί οι γενικές ταμπέλες, τα hashtags, να ανέλαβαν μια «γενική ατμόσφαιρα πληροφορίας». Αρμόδιος, όμως, να απαντήσει για την ταυτότητα, τον τόπο και (σπανιότερα) τον χρόνο γίνεται αποκλειστικά πια ο κάθε χρήστης/συλλέκτης instagram. Πρέπει, δηλαδή, να απευθυνθείς σε αυτόν δημόσια ή ιδιωτικά, να πιστοποιήσεις έτσι επώνυμα τον θαυμασμό σου για τμήμα της συλλογής του και να ρωτήσεις για το πού βρίσκεται η συγκεκριμένη εικόνα. Αποκρύπτοντας τον συγκεκριμένο τόπο της εικόνας, αναδεικνύεται ένας άλλος «τόπος», ο αφηρημένος τόπος της άυλης, προσωπικής συλλογής instagram, εξ ίσου πια σημαντικός ως περιοχή εικονικής «συνάθροισης» και καταμέτρησης ακολούθων και likes. Επώνυμος γίνεται ο συλλέκτης instagram και, ακολούθως, τα αντικείμενα της συλλογής γίνονται τρόπον τινά ανώνυμα. Ακόμα και η αναζήτηση της προέλευσης μιας εικόνας που παρείχε το Chrome (το ανέβασμα εικόνας για να βρεθεί η πηγή της, διαδικασία που είχε γίνει επίπονη μιας και κυριαρχούσαν στα ευρήματα τα links του Pinterest, όπου κατ’ εξοχήν δεν υπήρχαν καν tags), εδώ, στο κλειστό σύστημα του instagram, δεν είναι εύκαιρη. Προσβάσιμη σε όλους, έχει αυτονομηθεί η εικόνα από το συνολικό περιβάλλον της. 

Η απόλυτη αυτονομία, η ιλιγγιώδης αυτή ανταλλαγή εικόνων και η ετοιμότητα διαμοιρασμού τους σε μια φορητή συλλογή (screenshots από instagram posts άλλων) δημιουργεί και την αίσθηση ότι οι ρόλοι και τα επαγγέλματα είναι ανταλλάξιμα. Παρ’ ότι ο συλλέκτης έργων τέχνης δεν ανασχηματίζεται και σε εικαστικό, στα social media δημιουργός και θεατής αρχίζουν να μοιάζουν ισοδύναμοι –ότι είναι και οι δύο ικανοί να προσδιορίσουν αναφορές έμπνευσης, να προβλέψουν την κατεύθυνση που θα πάρει μια ανάθεση, να φτάσουν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα παρακάμπτοντας τη χρονοβόρα διερεύνηση-. O πελάτης μπορεί να επικαλεσθεί τη δημοτικότητα μιας αρχιτεκτονικής στο instagram για να καθορίσει το πόσο κοντά σε αυτήν επιθυμεί να γίνει το project -μια δημοτικότητα χειροπιαστή, μετρήσιμη, πανταχού παρούσα-, αντί για μια δημοσίευση που μετά την κυκλοφορία της είναι δύσκολο να ανατρέξεις σε αυτήν. Η προτεραιότητα δίνεται στην ταχύτητα αναμετάδοσης, στην καλαίσθητη, αρμονική προσωπική συλλογή εικόνων στο instagram, στο γούστο που προδίδουν για τον συλλέκτη τους, και πολύ λιγότερο στους δημιουργούς, ειδικά όταν συχνά απουσιάζει το όνομά τους και τα πολυάριθμα tags αντικαθιστούν τις «επίσημες» λεζάντες μιας δημοσίευσης. Οι δημιουργοί, που άλλοτε ενημερώνονταν ως δέκτες από blogs αρχιτεκτονικής και ηλεκτρονικά περιοδικά, βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια -λες και σε μια μεταδοτική αρρώστια- να γίνονται οι ίδιοι πομποί, να ανεβάζουν υλικό στα social media.    

Αν ως τώρα υπήρχε για την αναμετάδοση της αρχιτεκτονικής μια ξεκάθαρη διαφοροποίηση ρόλων ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τον αρχιτέκτονα, και μια χρονική καθυστέρηση μερικών μηνών μέχρι να εκτυπωθεί το περιοδικό ή η μονογραφία, τώρα με το instagram το κάθε γραφείο αναμεταδίδει τα έργα του αυτόνομα και άμεσα. Ο χρήστης του instagram, με τη δική του συλλογή γραφείων που ακολουθεί, θα καθορίζει την προσωπική του πληροφόρηση χωρίς την επιμέλεια και παρεμβολή ενός τρίτου, εκδότη ή αρχισυντάκτη. Και αντί για την όποια έμφαση και προτεραιότητα ανάμεσα στα «σημαντικά» έργα που απολάμβαναν περισσότερες σελίδες στη δημοσίευση (εκδηλώνοντας έτσι και την προτίμηση του περιοδικού), τώρα οι χιλιάδες ακόλουθοι ή τα likes, το δημοφιλές, είναι ο μόνος ορατός δείκτης. Την ίδια στιγμή η έκταση της προβολής τροποποιείται: ο εκδότης περιοδικού στην πρώτη περίπτωση μπορούσε να ξεχωρίσει και να προβάλει εφάμιλλα ένα έργο από ένα νέο γραφείο -στην περίπτωση του instagram η ενημέρωση αυτή είναι μεν απόλυτα εφικτή, αλλά ο αριθμός των likes δεν θα μπορεί άμεσα να φτάσει εκείνον παλιότερων instagrammers. Εδώ, σε μια ειρωνική αντιστροφή, η «παλαιότητα», ο χρόνος που το instagram απωθεί, έχει γίνει η απόλυτα αναγκαία συνθήκη για τη συσσώρευση φήμης. Αντίστοιχα θέματα προκύπτουν ως προς την ένταξη μιας εικόνας: Τώρα, εξοπλισμένοι με το κινητό -ένα τηλεσκόπιο χειρός- θαυμάζουμε τμήματα από πόλεις και εικόνες συχνά χωρίς να ξέρουμε τον δημιουργό τους, τον τόπο και τον χρόνο, ενώ, παλιότερα, κάθε εικόνα έπαιρνε τη θέση της τυπωμένη μέσα στο σύνολο ενός περιοδικού, μιας δημοσίευσης, ή, ορώμενη σε ένα ταξίδι, ανήκε στο σύνολο της πόλης. 

Ο ίδιος ο τουρισμός, το τόσο σημαντικό πεδίο για τους αρχιτέκτονες, οργανώνεται με το instagram: οι πόλεις κατατάσσονται διεθνώς ανάλογα με πόσο instagrammmable είναι, το κάθε ξενοδοχείο επιδιώκει να είναι στα κορυφαία tags για κάθε τόπο και οι ξενοδόχοι κάνουν marketing για το κάθε ξενοδοχείο τους συμπεριλαμβάνοντας πια και το ποιο σημείο τους είναι κατάλληλο για instagram. Ακόμα περισσότερο, στην ίδια τη διαδικασία σχεδιασμού αποζητούν από τους αρχιτέκτονες να δημιουργήσουν instagrammable χώρους. Εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι καινούρια και η επιδίωξη για φωτογενείς χώρους, για χώρους που δείχνουν καλά στον φωτογραφικό φακό – με την υποψία ότι, στην πραγματικότητα, στην επίσκεψή μας εκεί, μπορεί λόγω του περιβάλλοντος χώρου ή λόγω των εφήμερων υλικών να μην είναι εφάμιλλη η εντύπωση. Αλλά αυτό που έχει αλλάξει στην όλη επιδίωξη του φωτογενούς χώρου είναι η επιθυμία της παρουσίας του ανθρώπινου σώματος εντός της φωτογραφίας: η αρχιτεκτονική γίνεται συχνά σκηνικό για να απαθανατίσουμε μια γυναικεία φιγούρα. Δεν είχε γίνει αντιληπτό το πόσο η selfie είχε επηρεάσει την επαγγελματική φωτογράφιση, άρα και τον τρόπο που κάναμε renderings στην αρχιτεκτονική. Δεν είχε γίνει αντιληπτό το πόσο εξιδανικεύτηκε το να συμπεριλάβεις στο κάδρο κεντρικά μια γυναικεία φιγούρα -η άλλοτε αποκλειστική φωτογράφιση των περιοδικών lifestyle, τώρα αφομοιωμένη και βιωμένη σε ευρεία κλίμακα-. Αν οι ιστορικοί είχαν εντοπίσει στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού τη συστηματική απεικόνιση γυναικών που αποστρέφουν το βλέμμα και το σώμα από τον φακό, τώρα στο instagram αντιλαμβανόμαστε μια θριαμβευτική επάνοδο της γυναίκας που ποζάρει, βγαλμένη θαρρείς από τα περιοδικά μόδας. Με την πόζα της, έμελλε να γίνει ο απόλυτος κανόνας για την προβολή φωτογραφιών στο instagram. Δεν αρκούσε πια μόνο να είναι κανείς «μοδάτος». Θα χρειάζεται πια η αρχιτεκτονική να διασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες (απόστασης από τον φακό, είτε φωτισμού), ώστε η φωτογράφιση με φόντο το αρχιτεκτονικό highlight να είναι εφικτή. 

Τουρίστες φτάνουν για μια και μόνο μέρα σε ένα ξενοδοχείο, όπου «οι διακοπές», από την ώρα της άφιξης, έχουν αποκλειστικό πρόγραμμα την παραγωγή υλικού που θα τροφοδοτήσει τον instagram λογαριασμό τους. Στον κόσμο των influencers, σε μια αναστροφή του χρόνου, οι διακοπές είναι εργασία πια: βαλίτσες γεμάτες επώνυμα ρούχα αποτελούν το κινητό δοκιμαστήριο, μαγιό το ένα μετά το άλλο δοκιμάζονται σε επάλληλες selfies, drones επιστρατεύονται για να δημιουργήσουν βίντεο με «αφετηρία» το μοντέλο που πίνει καφέ στο ξενοδοχείο –το σημείο φυγής δεν είναι η θέα, αλλά το ίδιο το μοντέλο-. Και δίπλα στην εντατικοποίηση της πόζας, την εργαλειοποίηση της φωτογενούς αρχιτεκτονικής, νέα επαγγέλματα ανθίζουν, υποβοηθώντας τον ερασιτέχνη συλλέκτη/instagrammer: οι οδηγοί των επονομαζόμενων photo safari κατευθύνουν ένα πρόθυμο κοινό σε συγκεκριμένα σημεία του νησιού, σε επιλεγμένες ώρες, ώστε να συλλέξουν «αποκλειστικά» την «ιδανική» φωτογραφία: σε δύσβατα ή άγνωστα σημεία, το κυνήγημα των λήψεων γίνεται συστηματικά –η εικόνα τυγχάνει, θαρρείς, επιμέλειας επιπέδου μουσειογραφικής μελέτης. Με αυτόν τον τρόπο η ανώνυμη αρχιτεκτονική γίνεται συχνά η επώνυμη λήψη του συλλέκτη instagrammer. 

Η  απαλοιφή του χρόνου ευνοείται συστηματικά στα social media της εικόνας, στο instagram και στο pinterest. Ακόμα και το instagram, που ξεκίνησε ως προσωπικό «ημερολόγιο» να αποτυπώνει τα τεκταινόμενα κάθε μέρας, εξελίχθηκε μετά σε ένα μέσο συλλογής εικόνων που μπορεί να είχαν κάποια εποχικότητα, αλλά δεν είχαν κάποια χρονική συνέχεια: ο χρήστης μπορεί να ήταν τη μία μέρα στη Σαντορίνη, την άλλη στο Βερολίνο και την άλλη μέρα ξανά στη Σαντορίνη, γιατί απλά τότε είχε ολοκληρωθεί το post-production του γυρίσματος με drone στο ελληνικό νησί. Ο τόπος ως γενικός προσδιορισμός (το όνομα του νησιού για παράδειγμα) εμφανιζόταν μεν, αλλά χωρίς να ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα. Ακολουθούσε την πορεία της προετοιμασίας των εικόνων. Σε ορισμένες περιπτώσεις γινόταν συγκεκριμένος (αποκαλύπτοντας το όνομα του ξενοδοχείου), αν και εφ’ όσον οι οικονομικές συμφωνίες (η αίτηση ή μη αμοιβής με αποκλειστικό επιχείρημα τις χιλιάδες ακολούθων) είχαν ολοκληρωθεί. Στην ίδια την αρχιτεκτονική δημιουργία ο χρόνος, η ιστορικότητα, βάλλονται εδώ με δύο τρόπους: Απέναντι στο αίτημα των αρχιτεκτόνων για «τοπικότητα» που αφορούσε συχνά την παράδοση, οι ιδιοκτήτες επιθυμούν κάτι υπερτοπικής εμβέλειας, άρα παράγωγου του όποιου καταξιωμένου τουριστικού προορισμού, εκτός τόπου, αλλά εντός μόδας. Ταυτόχρονα, οι δημιουργοί άρχισαν να αποσιωπούν στις επαγγελματικές ιστοσελίδες του γραφείου τους το έτος ολοκλήρωσης μιας πρότασης. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί όλα τους τα έργα να είναι φετινά ή περυσινά. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς ποιό προηγήθηκε ποιού. Καθόλου τυχαία, τα έργα απεικονίζονται στην ίδια σελίδα σαν νταμάκια του instagram, χωρίς λεζάντες. Το αποτέλεσμα αυτής της απαλοιφής δεν είναι πολύ διαφορετικό από το instagram: χάνεται, αντιστοίχως, η όποια σχέση με το συνολικό έργο άλλων. Μπορούν να υπάρχουν ομοιότητες, αλλά, απόντος του χρόνου, δεν γίνεται αντιληπτό ποιός επηρέασε ποιόν. Άρα, με αυτόν τον τρόπο, απαξιώνεται το αυθεντικό. Συγκρίνοντας τις ιστοσελίδες κάθε γραφείου με το instagram τους, παρ’ ότι το ένα αναφέρεται στο άλλο, παρατηρείται ότι οι ιστοσελίδες που διαθέτουν κατά πλειονότητα επαγγελματικές φωτογραφίσεις των έργων, καθυστερούν να δείξουν το ολοκληρωμένο κτήριο. Αποκτούν έτσι μια πιο αρχειακή λειτουργία, μεταθέτοντας τα σκήπτρα της ενημέρωσης στο instagram.  

Το ιδιωτικό ημερολόγιο έγινε λοιπόν στο instagram δημόσιο -οι προσωπικές στιγμές στήνονται σχολαστικά, θεατρικά, για να αποτελέσουν πρότυπο που θα παρακινήσει άλλους επίδοξους followers ή voyeurs να αναπλάσουν την ίδια πόζα στο ίδιο σκηνικό, να κατακτήσουν και αυτό το δοκιμασμένο (από τους χιλιάδες followers που ήδη επικρότησαν) εφαλτήριο της προσωπικής δόξας. Όπως στη μουσική το Shazam αναγνωρίζει το κάθε τραγούδι, αλλά και προτείνει αντίστοιχα «συνώνυμα» κομμάτια, έτσι και στo instagram προκύπτουν «συνώνυμες εικόνες», μοντέλα φωτογραφημένα μπροστά από την ίδια αρχιτεκτονική, όπου μικρές μόνο διαφορές, για παράδειγμα στο μαγιό ή στα μαλλιά, πιστοποιούν το κυνήγι μιας αέναης στυλιστικής τελειοποίησης. Η επανάληψη και η αντιγραφή ενός δημοφιλούς σκηνικού, που επιχειρεί συστηματικά η influencer στις ξενοδοχειακές της πόζες, επεκτείνεται  στο ίδιο το αρχιτεκτονικό έργο. Η αξία είναι να είναι δημοφιλές και ας έχει πολλαπλά αντίγραφα. Έχουν γίνει, όλα τους, influencers…